κολοφώνιον

κολοφώνιον
κολοφωνέω
put the crown on
imperf ind act 3rd pl (doric)
κολοφωνέω
put the crown on
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κολοφώνιον — Κολοφώνιος of masc acc sg Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”